Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτερ
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Γεωργακά]
ατερμάτιστος, -η, -ο [atermátistos] (L)
  • ① endless, interminable, boundless, continuous, everlasting (syn in ατέλειωτος 2):
    • ατερμάτιστη εξέλιξη, κίνηση, σειρά |
    • ατερμάτιστες συζητήσεις |
    • κουκιά σ' ατερμάτιστο κομπολόι πέσαν ένα ένα εικοσιέξι χρόνια (Petsalis) |
    • η γνώση είναι βέβαια ατερμάτιστη και κάθε τάση, που θα ήθελε να την τερματίσει, θα την καταργούσε (Theodorakop)
  • ② inexhaustible, boundless, great (syn in ατέλειωτος 3):
    • διαφεντεύει τις υλικές καλλονές και τέρπεται με την ατερμάτιστη ποικιλία τους (Papatsonis)

[fr kath ατερμάτιστος ← PatrG, K ἀτερμάτιστος, cpd w. *τερματιστός (: τερματίζω); cf der τερμάτισις (Korais) & τερματισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατέρμονα [atérmona] adv (L)
  • endlessly, interminably, perpetually (syn in ατέλειωτα 1):
    • κληρονομημένες ζωικές δυνάμεις .. ρέουνε ~ |
    • να μην εκτείνουμε ~ την πραγματεία του θέματος αυτού (Andronikos)

[der of ατέρμονος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατέρμονας [atérmonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : 1.που το μάκρος του ξεπερνά κάθε όριο, που δεν έχει τέλος, τέρμα, που δεν καταλήγει πουθενά· ατελείωτος2: Aτέρμονες διαπραγματεύσεις. || ~ απλωνόταν ο ωκεανός, απέραντος. 2. (τεχν.) που δεν έχει αρχή και τέλος: ~ ιμάντας, κυκλικός και με συνδεδεμένα τα δύο του άκρα. Aτέρμονο πριόνι, πριονοκορδέλα. ~ κοχλίας, χωρίς κεφαλή και οξύ άκρο. || (ως ουσ.) ο ατέρμονας, ο ατέρμονας κοχλίας.

[λόγ. < αρχ. ἀτέρμων, αιτ. -ονα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατέρμονας [atérmonas] ο, (L) mechanics
  • worm (screw), worm gear (syn phr L ατέρμων κοχλίας):
    • τα οδοντώματα του ατέρμονα και του τομέα είναι φθαρμένα (Vardakos)

[substantiv. m fr kath phr ατέρμων κοχλίας]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατέρμονο [atérmono] το, (L)
  • sth unbounded or limitless, infinity (near-syn ατελείωτο):
    • οι βυζαντινές διακοσμήσεις .. ερωτοτροπούν με την αρχή του ατέρμονου, που είναι κι αυτό μια μορφή του ατελείωτου (Michelis) |
    • δεν ξέρουνε το μεγαλείο της στέπας, ούτε το ~

[substantiv. n of ατέρμονος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατέρμονος, -η, -ο [atérmonos] (L)
  • ① endless, unbounded, limitless, (syn ατέρμων 1, near-syn απέραντος 2, απεριόριστος 1):
    • ατέρμονη καμπύλη |
    • θέλει να δηλώσει πως είναι ο κύκλος της ατέρμονης ιδέας του θεού (Karantonis) |
    • με τη χυτή αυτή φωτοσκίαση .. συντελεί στο να φαίνεται η επιφάνεια ατέρμονη, δίχως όρια (Pallas) |
    • βυθιζόμουνα στο ατέρμονο βάθος του χρόνου (Gialourakis)
  • ⓐ endless, continuous, perpetual (syn ατέρμων 1b, near-syn ασταμάτητος 1, ατέλειωτος 2, παντοτινός):
    • ατέρμονη αναζήτηση, ζωή, μελωδία, πορεία |
    • ο πολιτισμός μας μας οδηγεί σ' ένα ατέρμονο μποτιλιάρισμα |
    • οι νεκροί Φαραώ γύρεψαν να κρύψουν .. τα επίγεια αγαθά τους, για να τα έχουν συμπαραστάτες τους στην ατέρμονη αποδημία τους (Thrylos) |
    • τα έθνη προκόβουν, όταν στην ατέρμονη αυτή λαμπαδηφορία η φλόγα της λαμπάδας στο κάθε νεότερο χέρι φουντώνει όλο και πιο πολύ (Kakridis)
  • ② boundless, immense, enormous, long (syn in ατέλειωτος 2b):
    • ~ |
    • ατέρμονη ερημιά, θάλασσα, πεδιάδα |
    • ατέρμονο δάσος |
    • όπως κι αν προχωρούσε, έμπαινε στην ατέρμονη χώρα του σκοταδιού (LAkritas) |
    • αποκεί και πέρα αρχίζει η ατέρμονη των νερών έκταση, ο μεγάλος Aτλαντικός ωκεανός (Ouranis) |
    • είναι ψηλή, τα πόδια της χυτά κι ατέρμονα (Chakkas)
  • ③ fig long-drawn, interminable, protracted (syn in ατέλειωτος 2c):
    • ατέρμονη αφήγηση, μοναξιά, ονειροπόληση, συζήτηση |
    • ατέρμονες διαπραγματεύσεις |
    • ο B. έχει κάτι περισσότερο απ' την αχαλίνωτη και ατέρμονη πλημμύρα του λόγου (Spandonidis) |
    • φθάνει .. στην πλατεία του Aγίου Mάρκου ύστερα από μια μακριά και σαν ατέρμονη περιπλάνηση μέσα στα σοκάκια (Thrylos)
  • ⓑ inexhaustible, endless, great, profound (syn in ατέλειωτος 3):
    • ατέρμονη θλίψη |
    • είναι η ατέρμονη βιβλιακή γνώση, που μια ζωή ανθρώπου δε φτάνει να την εξαντλήσει (Prevelakis)

[der of ατέρμων]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατέρμων -ων -ον [atérmon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) 1. που το μάκρος του ξεπερνά κάθε όριο, που δεν έχει τέλος, τέρμα, που δεν καταλήγει πουθενά· ατελείωτος2: Aτέρμονες και άχρηστες συζητήσεις. 2. (τεχν.) που δεν έχει αρχή και τέλος: ~ κοχλίας, χωρίς κεφαλή και οξύ άκρο. || (ως ουσ.) ο ατέρμων, ο ατέρμων κοχλίας.

[λόγ. < αρχ. ἀτέρμων]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατέρμων, -ων, -ον [atérmon]
  • ① endless, unbounded, limitless (syn in ατέρμονος 1):
    • μπορούμε .. να προσατενίσομε αισιόδοξα το ατέρμον μέλλον (Athanas) |
    • ο φιλόσοφος .. είναι καταδικσμένος να μη σταματάει ποτέ σ' αυτό τον ατέρμονα δρόμο (Papanoutsos)
  • ⓐ endless, continuous, perpetual (syn in ατέρμονος 1b):
    • ~ |
    • ~ ταινία endless band |
    • ~ πριονοκορδέλα band saw, ribbon saw |
    • ~ άξων worm shaft |
    • ~ κοχλίας worm gear (syn ατέρμονας) |
    • ~ τροχός worm wheel |
    • ξαναθυμάται την όση σοφία κέρδισε στην άναρχη, την ατέρμονα .. ζωή του (Karagatsis) |
    • poem πέρασε μέσ' τη μνήμη του καιρού, μέσ' τους ατέρμονες γυρίζοντας μαιάνδρους (Kotsiras)
  • ② boundless, immense, vast (syn in ατέλειωτος 2b):
    • τα .. πολύωρα σκοτάδια της διαδρομής ενός ατέρμονος κάμπου φωτίζονται επιτέλους (Papatsonis) |
    • όταν επήρε την απόφαση να μπει στον αγώνα, δεν είχε πίσω του .. τους ατέρμονες ωκεανούς ενός ολόκληρου γήινου ημισφαιρίου (Georgoulis) |
    • μέσα .. στον ατέρμονα ουρανό ταξιδεύουν οι μακρινοί γαλαξίες (DOikonomidis)
  • ⓑ fig long-drawn, interminable, protracted (syn in ατέλειωτος 2c):
    • δεν θα οδηγήσει στην αποδοχή ενός ατέρμονα διαλόγου

[fr kath ατέρμων ← Κ, ΑG ἀτέρμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες