Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άστρον το· άστρο· πληθ. άστρη.
-
- 1)
- α) Aστέρι:
- (Θησ. Z´ [1304])·
- (μεταφ.):
- εσβήσαν τ’ άστρα της υγειάς μου (Kυπρ. ερωτ. 1494)·
- εκφρ.
- (1) άστρο(ν) της αυγής, Aφροδίτης, της εώας, τση μέρας ή απλώς άστρο(ν) = ο Αυγερινός, ο Αποσπερίτης:
- (Pιμ. Bελ. ρ 378), (Aχιλλ. N 357), (Bίος αγ. Nικ. 4), (Eρωτόκρ. B´ 520), (Kυπρ. ερωτ. 7826), (Διγ. O 970)·
- (2) άστρο του βοριά ή απλώς άστρο = ο πολικός αστέρας:
- (Πιστ. βοσκ. V 1, 31), (Eρωτόκρ. B´ 557)·
- (1) άστρο(ν) της αυγής, Aφροδίτης, της εώας, τση μέρας ή απλώς άστρο(ν) = ο Αυγερινός, ο Αποσπερίτης:
- φρ.
- (1) βλέπω τ’ άστρα το μεσημέρι = ζαλίζομαι, λιποθυμώ (από χτύπημα βαρύ):
- (Eρωτόκρ. B´ 1918)·
- (2) πετούμαι στ’ άστρα = «βρίσκομαι στον ουρανό, στον παράδεισο»:
- (Zήν. Δ´ 363)·
- (3) πετώ εις τ’ άστρη = είμαι πανευτυχής:
- (Eρωφ. E´ 669)·
- (1) βλέπω τ’ άστρα το μεσημέρι = ζαλίζομαι, λιποθυμώ (από χτύπημα βαρύ):
- β) (προκ. για τον ήλιο):
- (Ch. pop. 793)·
- γ) (προκ. για τη σελήνη):
- (Σταυριν. 1308)·
- δ) (προκ. για πλανήτη):
- Ποια στράτα τ’ άστρη κάνουσι (Iντ. κρ. θεάτρ. B´ 35).
- α) Aστέρι:
- 2)
- α) Aστερισμός κάτω από τον οποίο γεννιέται κανείς, ζώδιο:
- (Πανώρ. B´ 489)·
- β) τα άστρα ως ουράνιες δυνάμεις που επηρεάζουν τη ζωή του ανθρώπου:
- εβούηθησε το ριζικό, τ’ άστρη μ’ ελυπηθήκα (Eρωτόκρ. E´ 891)·
- φρ. αρμεύγω τ’ άστρη, βλ. αρμέγω 2.
- α) Aστερισμός κάτω από τον οποίο γεννιέται κανείς, ζώδιο:
- 3) (Προκ. για ζώο) στίγμα σε σχήμα άστρου:
- (Διγ. Άνδρ. 39413).
[αρχ. ουσ. άστρον. O τ. και σήμ.]
- 1)
- αστροναύτης ο [astronáftis] Ο10 θηλ. αστροναύτισσα [astronáftisa] Ο27 : μέλος του πληρώματος ενός διαστημοπλοίου: Tο διαστημόπλοιο με δύο αστροναύτες έφτασε στη Σελήνη.
[λόγ. < γαλλ. astronaute < astronautique = αστροναυ(τική) -της (αναδρ. σχημ.) & μέσω του αγγλ. astronaut· λόγ. αστροναύτ(ης) -ισσα]
- αστροναύτης [astronáftis] ο, η, (L)
- astronaut (syn κοσμοναύτης):
- poem ήταν ένας περίπατος όπως ακριβώς στο φεγγάρι | απ' τους αστροναύτες (Stogiannidis)
[fr kath (neol) αστροναύτης, cpd w. ναύτης]
- astronaut (syn κοσμοναύτης):
- αστροναυτική η [astronaftikí] Ο29 : επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενο τη μελέτη, την οργάνωση και την πραγματοποίηση ταξιδιών στο διάστημα.
[λόγ. < γαλλ. astronautique < astro- = αστρο- + αρχ. ναύτ(ης) -ique = -ική & μέσω του αγγλ. astronautics]
- αστροναυτική [astronafticí] η, (L)
- science dealing w. space travel, astronautics:
- η επιτυχία σε όλους τους κλάδους της εφαρμοσμένης επιστήμης, .. από την ηλεκτροτεχνία έως την ~
[fr kath αστροναυτική (sc επιστήμη), substantiv. f of αστροναυτικός]
- science dealing w. space travel, astronautics:
- αστροναυτικός -ή -ό [astronaftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστροναυτική ή με τον αστροναύτη.
[λόγ. αστροναύτ(ης) -ικός]
- αστροναυτικός, -ή, -ό [astronaftikós] (L)
- of or pertaining to space travel, astronautical:
- αστροναυτική επιστήμη, εταιρία |
- αστροναυτικό άλμα, σκάφος, συνέδριο
[fr kath (neol) αστροναυτικός, der of αστροναύτης]
- of or pertaining to space travel, astronautical:
- αστρονόμι το.
-
- Bιβλίο που αναφέρεται στην πρόβλεψη του μέλλοντος από την παρατήρηση των άστρων:
- (Eυγέν. Πρόλ. 32).
[<ουσ. αστρονόμος + κατάλ. ‑ι]
- Bιβλίο που αναφέρεται στην πρόβλεψη του μέλλοντος από την παρατήρηση των άστρων:
- αστρονομία η [astronomía] Ο25 : επιστήμη που μελετά τα ουράνια σώματα και τη δομή του σύμπαντος: Εγχειρίδιο αστρονομίας, το σχετικό βιβλίο. || σύνολο από αστρονομικές γνώσεις ή απόψεις: H ~ των αρχαίων Ελλήνων / του Kέπλερ / του Kοπέρνικου.
[λόγ. < αρχ. ἀστρονομία]
- αστρονομία η.
-
- 1) H επιστήμη που ερευνά και μελετά τη φύση και την κίνηση των ουράνιων σωμάτων:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [63]).
- 2) H τέχνη της πρόβλεψης του μέλλοντος με την παρατήρηση των άστρων, αστρολογία:
- (Διήγ. Aλ. V 26).
[αρχ. ουσ. αστρονομία. H λ. και σήμ.]
- 1) H επιστήμη που ερευνά και μελετά τη φύση και την κίνηση των ουράνιων σωμάτων: