Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασαΐτευτος, -η, -ο [asaíteftos]
  • not shot at w. an arrow (syn ατόξευτος)

[cpd w. *σαϊτευτός (: σαϊτεύω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες