Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άραβος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
Άραβος ο· πληθ. Aράβοι.
  • O κάτοικος της Aραβίας ή αυτός που κατάγεται από εκεί:
    • Άραβοί τε και οι Πέρσαι (Xρησμ. I 93
    • από … τον πατέρα ήτον Άραβος (Διγ. Άνδρ. 34217‑8).

[<εθν. Άραψ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραβοσιτ- [aravosit] 1st me of cpds (L) (made)
  • of or pertaining to corn (Br maize):
    • αραβοσιτάλευρο, αραβοσιτέλαιο, αραβοσιτοκαλλιέργεια, αραβοσιτόφυλλο, αραβοσιτόψωμο etc.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραβοσιτάλευρο το [aravositálevro] Ο41 : αλεύρι που παράγεται από αραβόσιτο· καλαμποκάλευρο.

[λόγ. αραβόσιτ(ος) + άλευρον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραβοσιτέλαιο το [aravositéleo] Ο41 : λάδι που παράγεται από αραβόσιτο· καλαμποκέλαιο.

[λόγ. αραβόσιτ(ος) + -έλαιο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραβόσιτος ο [aravósitos] Ο20α : το καλαμπόκι: Άνθος αραβοσίτου.

[λόγ. αραβ- (δες στο αραβικός) -ο- + σίτος μτφρδ. ιταλ. granturco `δημητριακό της “Τουρκίας”, δηλ. εξωτικό΄ ή ιταλ. grano saraceno (γαλλ. sarrasin) `δημητριακό “Σαρακηνό”΄, παλ. όν. των κατοίκων της Aραβίας (κατώτερης ποιότητας δημητριακό)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραβόσιτος [aravósitos] ο, (L) agric
  • corn (Br maize), Zea mays (syn αραποσίταρο 1, αραποσίτι, καλαμπόκι)

[fr kath (neol Koumanoudis) αραβόσιτος, cpd w. σίτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες