Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπυρος, επίθ.
-
- Aκατέργαστος με φωτιά·
- έκφρ. θείον άπυρον = φυσικό, αυτοφυές θειάφι:
- (Iερακοσ. 4366).
- έκφρ. θείον άπυρον = φυσικό, αυτοφυές θειάφι:
[αρχ. επίθ. άπυρος. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- Aκατέργαστος με φωτιά·
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπυρος, -η, -ο [ápiros] (L)
- ① not subjected to heat or fire (syn απύρωτος 1):
- ~χαλκός |
- άπυρο μέλι
- ② milit carried out without ammunition:
- άπυρα γυμνάσια
[fr kath άπυρος ← postmed (Somavera), MG, PatrG, ← K (also pap), AG ἄπυρος]
- ① not subjected to heat or fire (syn απύρωτος 1):