Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπλοκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
άπλοκος, επίθ.· ανάπλεκος.
  • Που δεν είναι πλεγμένος, άπλεχτος, αχτένιστος:
    • ανάπλεκη, … κρέμονται τα μαλλιά της (Περί γέρ. 95).

[μτγν. επίθ. άπλοκος. T. ανέπλεκος σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες