Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπας
37 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άπας s. άπαντα (m acc sg), άπαντες, άπαντο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άπας -ασα -αν [ápas] Ε12δ : (λόγ.) 1α. κυρίως στην έκφραση στον αιώνα τον άπαντα, ποτέ, ουδέποτε: Στον αιώνα τον άπαντα δε θα του ξαναμιλήσω. Δεν πρόκειται να πάρεις τα δανεικά σου στον αιώνα τον άπαντα. β. (πληθ.) άπαντες, όλοι: Nα προσέλθουν άπαντες στο γραφείο του διευθυντή. 2. (ως ουσ.) α. το άπαν, το σπουδαιότερο, το κυριότερο, το σημαντικότερο πράγμα· το παν: Tο χρήμα δεν είναι το άπαν στη ζωή. β. τα άπαντα*.

[λόγ. < αρχ. ἅπας]

[Λεξικό Κριαρά]
άπασα, επίθ.
  • O καθένας:
    • άπασα γένος (Θησ. (Foll.) I 101
    • άπασα θεός (Θησ. IA´ [252]).

[θηλ. του αρχ. επιθ. άπας ως άκλιτο κοινό και για τα τρία γένη· πβ. πάσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απασάλειφτος -η -ο [apasáliftos] Ε5 : που δεν έχει πασαλειφθεί, που δεν τον έχουν πασαλείψει.

[α- 1 πασαλειπ- (πασαλείφω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απασάλειφτος, -η, -ο [apasáliftos]
  • unsmeared, unbegrimed, unsmudged (ant πασαλειμμένος):
    • έβαψε το ταβάνι και δεν άφησε τίποτε απασάλειφτο

[cpd w. *πασαλειφτός (πισσαλειπτός) ← πασαλείφω (πισσαλείφω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απασβεστώνω [apazvestóno] (L)
  • ① turn limestone into lime by heat, burn lime, calcine (syn L ασβεστοποιώ)
  • ② remove the calcium fr leather etc, decalcify

[fr kath (neol Koumanoudis) απασβεστώ (& -ούμαι), cpd w. pref απ(ο)- & ασβεστώ (: -όω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απασβέστωση η [apazvéstosi] Ο33 : (ιατρ.) μείωση της περιεκτικότητας αλάτων του ασβεστίου στα οστά και στα δόντια.

[λόγ. απ(ο)- ασβέστ(ιον) -ωσις > ωση μτφρδ. γαλλ. décalcification]

[Λεξικό Γεωργακά]
απασβέστωση [apazvéstosi] η, & kath απασβέστωσις, gen απασβέστωσης & απασβεστώσεως (L)
  • ① heating process for turning limestone into lime, lime-burning, calcination (syn L ασβεστοποίηση)
  • ② removal or loss of calcium, decalcification:
    • ο μεταβολισμός του ασβεστίου συντελεί στην αποκατάσταση των οστών σε περίπτωση ειδικής παθήσεως (φυματίωσις οστών, απασβέστωσις) (GLadas)

[fr kath (neol Koumanoudis) απασβέστωσις, der of απασβεστώ; cf MG ασβέστωσις (Hesychius, s.v. κονίασις)]

[Λεξικό Κριαρά]
απασβολώ.
  • (Προκ. για το νου) συσκοτίζω:
    • ο νους γαρ απασβολωθείς εξ ακρατοποσίας (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 581).

[μτγν. απασβολόω. H λ. και σήμ. στον τ. αποσβολώνω (IΛ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απασιονάτο [apasjonáto] το, (L) mus
  • piece played in an emotional manner, appassionato

[fr It appassionato]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες