Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντικρυς [ándikris] adv
- ① on the opposite side, across (syn in αντίκρυ 1):
- ξάπλωσε εδώ, κι εγώ θα καθίσω ~, στο πεζούλι (Marsellos)
- ⓐ across fr, facing (syn in αντίκρυ 1b):
- μεθίσταται κανείς των εγκοσμίων μόλις ~ έρθει του Aγιωνύμου Όρους (Papatsonis)
- ② usu phr ~ αντίθετος completely, diametrically opposite (syn phr άντικρυ αντίθετος [s. αντίκρυ 1], διαμετρικά [& L εκ διαμέτρου] αντίθετος):
- διατύπωσε γνώμες άντικρυ αντίθετες για τον Kαΐρη (Koumarianou)
[fr MG άντικρυς ← AG]
- ① on the opposite side, across (syn in αντίκρυ 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίκρυση [andíkrisi] η, (L)
- consideration, contempletation (syn θεώρηση, ενατένιση):
- επιπόλαιη ~ της ζωής |
- αντιθετική ~ των δύο κόσμων |
- ο Γκαίτε γυρίζει στην ιστορική ενατένιση και στην ~ του κόσμου της Aνατολής (Georgoulis) |
- ο Σωκράτης έφτασε σε μια βαθιά ~ της δικαιοσύνης (Kakridis, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντίκρυσις, der of αντικρύζω]
- consideration, contempletation (syn θεώρηση, ενατένιση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίκρυσμα [andíkrizma] το,
- ① coming face-to-face w., facing, confrontation:
- το ~ του θανάτου |
- poem κορώνες πλέκετε στα μέτωπα εδώ κάτου, | καρτερικά αντικρύσματα θανάτου (Delis)
- ② seeing, sight:
- το ~ της αβύσσου, του έναστρου ουρανού, του νησιού, του τοπίου |
- το ~ του ωραίου |
- δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρυσμά της I don't remember the first time I saw her |
- | phr στο ~ at the sight of, upon seeing |
- στ' ~ του μυθικού αυτού δώρου αναλύθηκε σε δάκρυα (Athanasiadis-N) |
- πολλοί πρωτόγονοι λαοί χάσανε την πίστη τους στο ~ του τεχνικού μας πολιτισμού |
- στο πρώτο ~ at the first sight, at first glance (syn phr L εκ πρώτης όψεως) |
- στο πρώτο της ~ η δυσκολία δίνει την εντύπωση ότι είναι ανυπέρβλητη (Papanoutsos) |
- στο πρώτο ~ ο ορισμός φαίνεται πειστικός (Voros) |
- | είναι ένα θέαμα ονείρου το ~ του Aιτωλικού από τη δυτική στεριά (Panagiotop) |
- και οι πιο προικισμένοι καλλιτέχνες παθαίνουν τρακ στο πρώτο ~ του κοινού (Nirvanas) |
- στο ~ ενός μεγάλου λαού βρίσκεται η μεγάλη ωφέλεια που κερδίζει ο άνθρωπος μελετώντας την ιστορία του (Kakridis) |
- κατάπληξη έκανε το ~ του Λαοκόοντος στον Mιχαήλ Άγγελο (ChZalokostas) |
- poem με το βουβόν ~ κ' η αναπνοή βαθαίνει | κι ως μες στα στήθη χύνεται του κάμπου η ευωδιά (Sikel)
- ⓐ way of looking at, consideration, approach, view (syn τρόπος θεώρησης, προσέγγιση):
- επιστημονικό, συνοπτικό ~ |
- νέο, υποκειμενικό ~ του κόσμου |
- το ~ του ηθικού προβλήματος, των φιλοσοφικών θεμάτων |
- στοχαστικό ~ του καιρού |
- το καλολογικό ~ του αγάλματος |
- το κριτικό ~ ενός έργου τέχνης |
- ένα γενικότερο ~ του νόμου |
- η "γυμναστική" της διάνοιας οδηγεί τον Γρηγόριο σε άλλο ~ από εκείνο του Bασιλείου (Tatakis) |
- η πίστη μου στη ζωή είναι ψυχολογικά αντίθετη με το απαισιόδοξο ~ του εαυτού μου (Tsatsos) |
- ο Bουτυράς έφερε μιαν ανανέωση στο ~ ελληνικής ζωής (Charis) |
- στο ~ της Eλλάδας βασική είναι η αντίθεση ανάμεσα στον Oυράνη και τον Παναγιωτόπουλο (Sachinis, adapted)
- ③ funds deposited to meet liabilities, cover, coverage:
- συναλλαγματικό ~ |
- επιταγή χωρίς ~ |
- ένα νόμισμα έχει άμεσο και σταθερό το αντίκρυσμά του στο πρώτο πιστωτικό ίδρυμα κάθε τόπου (Charis)
- ④ fig content, grounds, basis (syn περιεχόμενο, βάση):
- λέξεις, λεκτικά σχήματα χωρίς ~ |
- οι αλήθειες μας έχουν πραγματικό ~ και αξία (Papanoutsos) |
- υποψία χωρίς ~ groundless suspicion (syn αβάσιμη) |
- η σχηματική κατάταξη έχει κάποιο ~ στην πραγματικότητα (Melas) |
- η κραυγή "ανάξιος" δεν είναι χωρίς ~ σε ουσιαστικά γεγονότα (Palaiologos) |
- τα λόγια που ξεστομίζουν οι δημόσιοι άντρες πρέπει να έχουν πράξεις ως ~ (Theotokas) |
- ο ανθρωπισμός της εποχής μας έχει πολύ λίγο πραγματικό ~ (Ploritis)
[fr kath αντίκρυσμα, der of αντικρύζω]
- ① coming face-to-face w., facing, confrontation:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρυσμένος, -η, -ο [andikrizménos]
- seen (syn ιδωμένος):
- το είδωλο της αγνότητάς μας, αντικρυσμένο στον καθρέφτη τ' ουρανού (Myriv) |
- η γαλήνη, αντικρυσμένη από τους εξώστες του ξενώνα, είναι για πολλούς πολύτιμο δώρημα (Floros)
- ⓐ viewed, considered (syn θεωρημένος, κοιταγμένος):
- έργα αντικρυσμένα σαν ένα σύνολο |
- ο ψυχικός βίος ~ σα μια σειρά φαινομένων (Lambridi) |
- ένας κόσμος ~ με τρόπο συναρπαστικό (Sachinis)
[ppp of αντικρύζω]
- seen (syn ιδωμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρυστά [andikristá] adv
- ① across, opposite (syn in αντίκρυ 1):
- folkt έμαθε πού καθόταν το βασιλόπουλο κ' έπιασε μια κάμαρα εκεί ~ |
- κρατούν τις καμήλες τη μια στη μια μπάντα του κύκλου, την άλλη ~ (Venezis) |
- πιο πέρα, ~ σχεδόν, άσπριζε το κάστρο του Kαΐτ Mπέη (Tsirkas)
- ② opposite, facing (syn in αντίκρυ 1b):
- ένα δωμάτιο ~ στη θάλασσα |
- ένα πελώριο οροπέδιο ~ στην Kατάρα (βουνό) |
- κάτω από το κάθισμα του Διός προβάλλει το πρόσωπο του Aχελώου, ~ στο θεατή (Karouzou) |
- όλη η γη της Iσπανίας μέρευε μ' αυτό το χρώμα, ενώ ~ της η γη της Aφρικής ήταν σκούρα, μαύρη (Venezis) |
- poem ~ του πήγε κάθισε, στο αντίφεγγο της φλόγας (Homer Od 23.89 Kaz-Kakr)
- ⓐ opposite, across or facing (each other or one another) (syn αντιμέτωπα):
- καθίσανε ~ πατέρας και γιος |
- στάθηκαν ~ ο ένας στον άλλον |
- δυο καθρέφτες στημένοι ~ |
- είναι κι οι δυο ξαπλωμένοι όχι δίπλα δίπλα, μόνο ~ (Petsalis) |
- οι αναδιπλώσεις του ιματίου του αγάλματος κατεβαίνουν ~ από τη μια και την άλλη μεριά του ανοίγματος στην αριστερή πλευρά (Despinis) |
- poem κι αν έρθει για να μου μιλήσει καταπρόσωπο | κ' έρθουμ' ~ μάτια με μάτια (Melachrinos)
[der of αντικρυστός]
- ① across, opposite (syn in αντίκρυ 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρυστής [andikristís] ο,
- one who views, viewer:
- η θανάσιμη στιγμή στο αντίκρυσμα των έργων της ποιητικής μεγαλοφυΐας όπου ο ~ αντιζυγιάζεται με τον αντικρυζόμενο (Melas)
[der of αντικρύζω]
- one who views, viewer:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρυστός, -ή, -ό [andikristós]
- facing (each other or one another), across fr (each other or one another), opposite:
- δυο αντίπαλες, αντικρυστές φάλαγγες |
- αντικρυστές όχθες μιας λίμνης |
- αντικρυστοί τοίχοι, πάγκοι |
- αντικρυστές πόρτες, αράδες, σελίδες |
- αντικρυστά σπίτια, κάτοπτρα |
- κόμη με διαγώνιους αντικρυστούς βοστρύχους |
- το ένα από τα δυο οικοδομήματα κοιτάζει κατά το νότο και το άλλο κατά το βοριά |
- είναι δηλαδή αντικρυστά μεταξύ τους (Miliadis) |
- το νεότερο ρεαλιστικό θέατρο έχει δύο απλοϊκά αντικρυστούς χώρους που είναι καθώς το κάδρο και ο θεατής του (Terzakis) |
- poem στου λιμανιού το στόμα ορθόψηλοι στυλώνουνται δυο κάβοι | αντικρυστοί, και πόρο αφήνουνε στενόν ανάμεσό τους (Homer Od 10.90 Kaz-Kakr)
- ⓐ ~ χορός a type of folk dance performed w. the dancers facing each other (syn καρσιλαμάς):
- στην Kύπρο χορεύονται βασικά χοροί αντικρυστοί, όπου δηλαδή οι χορευτές αντικρύζουν ο ένας τον άλλον (Stratou)
[fr kath αντικρυστός, verbal adj of αντικρύζω]
- facing (each other or one another), across fr (each other or one another), opposite: