Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνοιξις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
άνοιξις ‑ξη η· άννοιξις ‑ξη.
  • 1)
    • α) (Προκ. για κατασκευή πόρτας ή παραθύρου) διάνοιξη· οι διαστάσεις του ανοίγματος:
      • (Bακτ. αρχιερ. 184
    • β) το σημείο όπου ανοίγει η πόρτα ή το άνοιγμα που δημιουργείται μεταξύ της πόρτας και της παραστάδας:
      • (Eρωτόκρ. A´ 1420
    • γ) (προκ. για ερμάρι) χώρισμα:
      • (Eρωτόκρ. A´ 1504).
  • 2) (Προκ. για τα νύχια του πτηνού) το άνοιγμά τους:
    • (Iερακοσ. 34925).
  • 3)
    • α) H βελτίωση των καιρικών συνθηκών που συμπίπτει με την εποχή της άνοιξης:
      • έως άννοιξην καιρού πάλιν να πολεμίζουν (Θρ. Κύπρ. 698
    • β) η εποχή της άνοιξης:
      • Ω μυρισμένη μου άνοιξις, του χρόνου αρχή και νιότης (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1]).
  • 4) Παύση αποκλεισμού, άρση της απαγόρευσης εξόδου από τόπο:
    • (Byz. Kleinchron. A´ 51038).

[αρχ. ουσ. άνοιξις. H λ. (ξη) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες