Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνοια η [ánia] Ο27 : (ιατρ.) η επίκτητη μερική ή ολική απώλεια των διανοητικών και συναισθηματικών ικανοτήτων: Γεροντική / αλκοολική ~.
[λόγ. < αρχ. ἄνοια `κουταμάρα΄ σημδ. γαλλ. démence]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνοια [ánia] η, (L)
- ① med dementia, insanity (syn παράνοια):
- είναι σε κατάσταση ανοίας |
- ~ καταθλιπτική |
- ολοκληρωτική ~ |
- πρωτόγονη ~ |
- ο Nίτσε πεθαίνει από ~ πάνω στην ώρα της πιο εκπληκτικής δημιουργικότητας (Chatzinis) |
- βυθισμένος σε μια πρόσκαιρη ~ |
- ήταν αδύνατο να προχωρήσει την ιδέα του μισό βήμα· ήταν το απροχώρητο, ήταν το κενό της άνοιας, της ηλιθιότητας (Xenop)
- ⓐ γεροντική ~ senile psychosis, senility
- ⓑ πρώιμη ~ dementia precox (syn σχιζοφρένεια)
- ② stupidity, imbecility, foolishness, folly
[fr PatrG ἄνοια (4th c.) ← K, AG ἄνοια]
- ① med dementia, insanity (syn παράνοια):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνοιαστος, -η, -ο [ánjastos] (& άγνοιαστος)
- ① unconcerned, indifferent, headless, carefree (syn in ανέγνοιαστος):
- άγνοιαστος άνθρωπος, άγνοιαστη γυναίκα |
- το παιδί άγνοιαστο χαλίκια ρίχνει στη νεροσυρμή |
- το φεγγάρι τούς κοιτάζει άνοιαστο από ψηλά, αμέριμνο (Lountemis) |
- poem μέσ' άγνοιαστοι χαροκοπούν του Aντίπα οι καλεσμένοι (Gryparis) |
- κι άγνοιαστα βόσκουν λάγια αρνιά στα τροφαντά λιβάδια (id.) |
- άνοιαστοι ετραγουδούσαμε κ' εχάσαμε μιαν ώρα | στη χώρα προδομένη τη χαρά (Zotos)
- ② having or causing no cares, tranquil, serene (syn ανέγνοιαστος):
- περνάει άγνοιαστη ζωή
[cpd of α- & *νοιαστός bes *γνοιαστός ← *εννοιαστός / εγνοιαστός]
- ① unconcerned, indifferent, headless, carefree (syn in ανέγνοιαστος):