Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνις
91 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άνισα [ánisa] adv
  • ① in an uneven way, unevenly (syn L ανίσως):
    • ~ |
    • τις οικοδομές τις χτυπά ~ ο ήλιος |
    • παίζει ~ |
    • βιβλίο ~ και ακατάστατα γραμμένο, αλλά ζωντανό (Chatzinis) |
    • ακρότητες που κινούν ~ το πνεύμα
  • ② unequitably (syn L ανίσως1):
    • ιδιότυπη δημοκρατία .. όπου οι ατομικές ελευθερίες μοιράζονται πολύ ~ όπως κι ο πλούτος (Christidis EΣ)

[fr LMG (Somavera) άνισα, der of adj άνισος; cf ίσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανισάριθμος, -η, -ο [anisáriθmos] (L)
  • of unequal number, unequal in number(s)

[fr kath ← AG ἀνισάριθμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανισεπίπεδος -η -ο [anisepípeδos] Ε5 : που αποτελείται από επίπεδα άνισα μεταξύ τους.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισεπίπεδος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίσκι- s. ανήσκι-.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανίσκιος -α -ο [anískos] Ε4 : που δεν έχει σκιά· ανίσκιωτος.

[αν- (δες α- 1) ίσκι(ος) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανίσκιωτος -η -ο [anískotos] Ε5 : που δεν έχει σκιά, ίσκιο, που πάντα τον βλέπει ο ήλιος: Δρόμος ~, χωρίς σκιά δέντρων. Tόπος ~. Aνίσκιωτα μέρη.

[αν- (δες α- 1) ισκιώ(νω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανισο- [aniso] & ανισό- [anisó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ανισ- [anis], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν εκτός του [i] : το επίθετο άνισος ως α' συνθετικό: 1. κυρίως σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την έννοια που εκφράζει το β' συνθετικό άνιση, διαφορετική, όχι ίδια σε σχέση με κάποιο άλλο· (πρβ. ομοιο-). ANT ισο-: ~βαρής, ~δύναμος, ανισεπίπεδος, ανισόπλευρος, ~σκελής, ανισότιμος, ανισόχρονος, ~ϋψής· ~ρροπία, ~τιμία· ~δύναμα. || (επιστ.) ~πέταλα· ~στήμονα, φυτά με στήμονες αριθμητικά λιγότερους από τα πέταλα· ~δάκτυλα, πτηνά που έχουν τρία δάχτυλα μπροστά και ένα πίσω. 2. σε σύνθετα ουσιαστικά: ~κατανομή.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. ἄνισο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀνισο-βαρής, ἀνι σο-σκελής]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνισο1 [ániso] το, (L)
  • ① unequal part, unequal quantity (ant ισότητα):
    • θα ήταν σφάλμα στα μαθηματικά ότι π.χ. με την προσθήκη ίσων σε ίσα προκύπτουν άνισα (Platis) |
    • με βάση την πυθαγορική αριθμολογία του ίσου και του ανίσου ερμηνεύεται η παρατήρηση του Aριστοτέλη για τον τέλειο και ατελή στίχο (Dragona-M)
  • ② inequality (syn ανισότητα):
    • δε με κατέλαβε φοβισμένη ταραχή για το ~

[substantiv. n of adj άνισος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνισο2 [ániso] το, bot
  • anise, Pimpinella anisum (syn γλυκάνισο)
  • ⓐ aniseed

[fr AG ἄννησον, ἄνησον, ἄννησσον 'id.', spelling variants in codd. ἄννισον, ἄνισον and ἄνησον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανισοβαρής -ής -ές [anisovarís] Ε10 & ανισόβαρος -η -ο [anisóvaros] Ε5 : ANT ισοβαρής. 1. που τα μέρη του δεν έχουν μεταξύ τους το ίδιο βάρος: ~ κατανομή ενός φορτίου. 2. (μτφ.) που τα μέρη του δεν έχουν μεταξύ τους την ίδια βαρύτητα, σημασία: ~ σύμβαση. ανισοβαρώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισοβαρής· λόγ. ανισοβαρ(ής) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. ανισοβαρ(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες