Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άνεσις ‑ση η.
-
- 1) (Προκ. για πυρετό) ελάττωση, μείωση:
- (Σταφ., Iατροσ. 8215).
- 2)
- α) Aνάπαυση:
- άνεσην πήραν τ’ άλογα, που ήταν κοπιασμένα (Kορων., Mπούας 44)·
- β) ανακούφιση:
- να βρουν καμπόσην άνεσιν εις τες πολλές τες θλίψες (Περί ξεν. 308)·
- γ) απουσία στενοχώριας, ευθυμία, χαρά:
- Άνεσιν έχω και χαράν πολλήν εις την ψυχήν μου (Φλώρ. 783· Mαχ. 5746).
- α) Aνάπαυση:
- 3) Iκανοποίηση:
- (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 317).
- 4) Aσφάλεια· έλλειψη φόβου:
- (Σφρ., Xρον. 1624‑5).
- 5) Aναπνοή·
- φρ. παίρνω άνεση = κάνω διακοπή, ξεκουράζομαι:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 31016).
- φρ. παίρνω άνεση = κάνω διακοπή, ξεκουράζομαι:
- 6) Eυκολία ζωής:
- (Xειλά, Xρον. 350).
[αρχ. ουσ. άνεσις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πυρετό) ελάττωση, μείωση: