Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άνδρας ο· άντρας.
-
- 1) Άνδρας:
- (Φορτουν. Δ´ 196), (Λίβ. N 435).
- 2) Aρσενικό (ζώο):
- (Πεντ. Γέν. VII 2).
- 3) Γενναίος άνδρας, παλληκάρι:
- ως άνδρας αγωνίστησε (Σπαν. A 303).
- 4) Σύζυγος:
- να ’ν’ άντρας μου και ταίρι μου (Eρωτόκρ. Γ´ 1130).
[<αρχ. ουσ. ανήρ. O τ. και η λ. και σήμ.]
- 1) Άνδρας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνδρας [án∂ras] ο, gen ανδρός & άνδρα (L)
- ① male human being, male person, man (syn αρσενικός άνθρωπος, ant γυναίκα):
- νέος, ώριμος, ηλικιωμένος, γέρος, γενειοφόρος, πωγωνοφόρος ~ |
- έγινες ~ τώρα |
- οι άνδρες κάθονταν χωριστά από τις γυναίκες |
- άνθρωποι εκλεκτοί, άνδρες είτε γυναίκες |
- όποιος χριστιανός, ~ ή γυναίκα, υπόσχεται να μη μιλάει σε ξένη γλώσσα ας σηκωθεί απάνω |
- ένα τείχος χαμηλό ίσαμε το ύψος ενός άνδρα (Vacalop) |
- η Eλένη εντυνόταν και παρουσιαζόταν σαν ~ (Floros) |
- ο άξονας των ματιών είναι βασικά οριζόντιος τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες (Poulianos) |
- άνδρες άγριοι και να τους δης ολόπυροι (Theodorakop) |
- ο ~ άρπαξε την εξουσία από τα χέρια της πανάρχαιης μητραρχίας (KPapa) |
- το κρανίο ενός ανδρός (Karouzou) |
- ανάγλυφο γενειοφόρου ανδρός (id.) |
- ο ~ κρατάει με το αριστερό τα ηνία του αλόγου (id.) |
- παραδίδεται άνευ όρων στην εξουσία του ανδρός και στην ερωτική της μοίρα (Athanasiadis-N) |
- poem εγώ γυναίκα ή άνθρωπος | ζητούσα το πρόσωπό σου πάντοτε, | ήταν ως τώρα του ανδρός | και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω (Karelli)
- ⓐ grown up male person (syn ανδρωμένος or ενήλικος άνθρωπος, ant παιδί):
- είσαι ~ πια, δεν είσαι παιδί |
- όταν έγινε ~, έζησε την αληθινή δημοκρατία της αττικής πολιτείας (Theodorakop, adapted) |
- ο Δίων ωριμάζει και γίνεται ~ (Sachinis)
- ② real man, he-man, valiant (brave) man, fearless (or intrepid) man (syn γενναίος ~, παλληκάρι, ant δειλός ~, γυναίκα):
- στάθηκες ~, φέρθηκε ~ |
- κοίταξε να φανείς ~ |
- οι άνδρες φαίνονται στους κινδύνους |
- πέθανε σαν ~, χωρίς να λιποψυχήσει |
- ο Γραίτζας, ο μόνος ~ της Πελοποννήσου (Vacalop)
- ③ personage (syn προσωπικότητα, διακεκριμένος ~):
- σπουδαίος ~ |
- άνδρες πολιτικοί, άνδρες δυναμικοί |
- οι λόγιοι άνδρες του έθνους |
- ως δημόσιος ~ δίνεται ολόψυχα στην πολιτική (Papanoutsos)
- ④ male spouse, husband (syn ο σύζυγος):
- ήταν ο ~ της ανιψιάς μας |
- ήρθαν οι συγγενείς του άνδρα της |
- εγλωσσότρωγαν τους άνδρες των (Papantoniou) |
- ρώτησε και τον άνδρα της, για να δώσει τελική απάντηση |
- το δράμα της μητρικής αγάπης παραμερίζεται για την αγάπη της γυναίκας ή του ανδρός (Tsatsos) |
- παρακολουθήσαμε ο ~ μου και εγώ το συνέδριο (Thrylos) |
- folks. κόρη ξανθή επλάγιασε στ' ανδρός της τις αγκάλες
- ⑤ milit, usu pl άνδρες οι, man, soldier, άνδρες men, ranks:
- οι άνδρες του λόχου the men of the company |
- οι άνδρες του πληρώματος the men, hands |
- ο Kίτσος τρέχει στους άνδρες του (TAthanasiadis) |
- καλά έκαναν οι άνδρες της Eπαναστάσεως του 1821 να χαρίσουν στον ελληνικό λαό το ανεχτίμητο δώρο της πολιτικής ελευθερίας (Skliros) |
- οι ένοπλες δυνάμεις από την ανώτατη διοίκηση ως τον τελευταίο άνδρα ζητούσαν κυβέρνηση ενότητας (Tsirkas) [fr kath άνδρας ← MG άνδρας, gen ανδρός (1042 AD) ← K, AG ανήρ, ανδρός]. Cf also άντρας.
- ① male human being, male person, man (syn αρσενικός άνθρωπος, ant γυναίκα):