Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνασσα η [ánasa] Ο27 : (λόγ.) η βασίλισσα.
[λόγ. < αρχ. ἄνασσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνασσα [ánasa] η, gen άνασσας & ανάσσης (L)
- queen (syn βασίλισσα):
- ~ των Eλλήνων ήταν η ένδεια (Palaiologos) |
- poem της αρετής και της χαράς το σκήνωμα, η ~ εσύ Γυναίκα (Koukoulas)
[fr MG, K (pap, 3rd c. BC) ἄνασσα ← AG]
- queen (syn βασίλισσα):