Παράλληλη αναζήτηση
52 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άναξ ο [ánaks] Ο πληθ. άνακτες : (λόγ.) βασιλιάς. || (πληθ.) το βασιλικό ζεύγος: Οι άνακτες της Σουηδίας.
[λόγ. < αρχ. ἄναξ `αφέντης, άρχοντας΄, τιμητική προσφώνηση θεών ή βασιλιάδων]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άναξ s. άνακτας.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναξαίνω [anakséno] (L) fig
- to scratch, inflame again, rekindle, reopen (syn in αναμοχλεύω 3):
- ~ παλιές πληγές |
- η ξένη άποψη ακονίζει την ικανότητά τους για ενδοσκόπηση, .. αναξαίνει ένα ασύχαστο μεράκι (Theotokas)
[fr K, PatrG ἀναξαίνω]
- to scratch, inflame again, rekindle, reopen (syn in αναμοχλεύω 3):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναξέω [anakséo] Ρ : μόνο στη ΦΡ ~ πληγές, αναφέρομαι σε περασμένες και πολύ δυσάρεστες καταστάσεις, τις ξαναθυμίζω· ΣYN ΦΡ ξύνω (παλιές) πληγές.
[λόγ. < ελνστ. ἀναξέω `γυαλίζω΄, παρετυμ. του ελνστ. ἀναξαίνω `ξαίνω΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναξέω [anakséo] (L)
- scratch (syn αναξαίνω):
- ~ παλιές πληγές open old wounds |
- η εποχή μας χειροκροτεί έργα .. που αναξέουν τις ανοιχτές πληγές της (Chatzinis)
[fr K, PatrG ἀναξέω; cpd of ἀνα- & AG ξέω]
- scratch (syn αναξαίνω):
[Λεξικό Κριαρά]
- αναξηλείφω,
- βλ. ανεξαλείφω.
[Λεξικό Κριαρά]
- αναξία η.
-
- Aναξιότητα:
- (Bίος αγ. Nικ. 97).
[<επίθ. ανάξιος κατά το άξιος - αξία η]
- Aναξιότητα:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάξια, επίρρ.
-
- Xωρίς αξία:
- ανάξια την χειροτονιάν ευρίσκεται ντυμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [547]).
[<επίθ. ανάξιος. H λ. και σήμ.]
- Xωρίς αξία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάξια [anáksia] adv
- ① worthlessly, poorly (ant επάξια):
- εκείνη ανταποκρίθηκε τόσο χλιαρά, τόσο ~ στον έρωτά του (KParaschos) |
- τούτα τα επιτύμβια έργα αντιπροσωπεύουν πολύ ~ την τέχνη της εποχής τους (Karouzos) |
- poem αλήθεια ~ οι βασιλιάδες μας δε ρηγαδεύουν, όχι | μες στη Λυκία .. | τι έχουν αντρειά περίσσια (Homer Il 12.318 Kaz-Kakr) |
- το έρεβος εσκέπασε βαρύ | τους στιχουργούς που ~ στιχουργούσε (Karyotakis)
- ⓐ unworthily, contemptibly, basely (syn αναξιοπρεπώς):
- δεν θέλω να συνθηκολογήσω ~ |
- άνανδρα και ~ δεν είχες το θάρρος να μου στείλεις το φοβερό .. γράμμα (Palam) |
- poem .. (οι Tυρρηνοί) ~ μεθυσμένοι, | τρελοί πηδάνε μες στο πέλαο σα δελφίνια (Sikel)
- ② unworthily, undeservingly, undeservedly (ant αντάξια):
- άνθρωπος ~ φτασμένος |
- ~ προβιβάστηκε |
- το σημερινό χωριό δεν κρατεί ~ το ιστορικό του όνομα, είναι γεμάτο χαρακτήρα (Ouranis)
[fr LMG (Somavera) ανάξια; der of MG ανάξιος]
- ① worthlessly, poorly (ant επάξια):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάξιο [anáksiο] το,
- ① unworthiness (syn αναξιότητα):
- (ο Hρώδης κάνει ερωτήσεις) όμως ο Iησούς, γνωρίζοντας το ~ του ανθρώπου .. απαξιοί να απαντήσει (Stasinop)
- ② pl unimportant, trivial matters:
- μέσα σε όλα τα μάταια και τα ανάξια, ξεχωρίζει .. η ηθική επιταγή (Tsatsos)
[substantiv. n of ανάξιος]
- ① unworthiness (syn αναξιότητα):