Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμαχος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμαχος -η -ο [ámaxos] Ε5 : (για πρόσ.) που για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι επιστρατευμένος κατά τη διάρκεια του πολέμου: Ο ~ πληθυσμός. || (ως ουσ.) οι άμαχοι: Διεθνείς συμφωνίες για τη συμπεριφορά έναντι των αμάχων.

[λόγ. < αρχ. ἄμαχος `που δε μετέχει στη μάχη΄, κατά τη σημ. του ελνστ. ουσ. τό ἄμαχον]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμαχος1 [ámaxos] ο, usu pl άμαχοι οι, (gen των αμάχων) (L)
  • ① noncombatants:
    • οι άμαχοι (syn άμαχος πληθυσμός, s. άμαχος2) |
    • η επιβουλή κατά των αμάχων (Panagiotop) |
    • τα πιεστικά μέτρα κατά των αμάχων και των υπόπτων (στην Kύπρο) (Christidis)
  • ② individuals who have not served in active warfare, individuals inexperienced in warfare (syn άκαπνοι στρατιώτες, s. άκαπνος 3):
    • τελειώσαμε τη γύμνασή μας κ' εμείς οι διακόσιοι οι άμαχοι (Panagiotop)

[substantiv. m of άμαχος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμαχος2, -η, -ο [ámaxos]
  • ① not engaging in warfare, not fighting (ant μάχιμος):
    • άμαχοι πολίτες |
    • άμαχα τμήματα στρατού noncombatant units of the army |
    • ~ πληθυσμός noncombatant people, civilian population, civilians (syn οι άμαχοι, s. άμαχος1 1) |
    • έπληξαν με βόμβες τον άμαχο πληθυσμό της πόλης |
    • ο ~ πληθυσμός βρισκόταν στο έλεος των επιδρομών του εχθρού (Terzakis) |
    • στο ένα νοσοκομείο νοσηλεύονταν θύματα του άμαχου πληθυσμού μας (Ouranis) |
    • εστοχάσθηκε να συντρίψει το ηθικό του αντιπάλου του (ο άνθρωπος) χτυπώντας τον άμαχο πληθυσμό (Panagiotop)
  • ⓐ inexperienced in active warfare (syn in άκαπνος 3):
    • ~ συρφετός |
    • ~ στρατηγός |
    • ~ λαός κι απόλεμος, άνθρωποι της καθημερινής έγνοιας (Panagiotop) |
    • έβλεπε καθαρά τον αγώνα τούτον σε μεγάλο κίντυνο, αν ο στρατός έμενε στα χέρια των άμαχων κοτζαμπάσηδων που δε διστάζουνε να κάνουνε τους στρατηγούς, χωρίς να νιώθουνε γρυ από πολεμική (Melas)
  • ② putting up no struggle, noiseless, quiet (syn αθόρυβος, ήσυχος):
    • όλος του ο έρως (sc του αγίου Φραγκίσκου) είναι να ενωθεί με το Θεό, τείνει στον αγιασμό· η θέση του μέσα στον κόσμο είναι ολότελα άμαχη και ειρηνική (Theodorakop) |
    • poem και δεν κατέχω, ορκίζουμαι, σαν ποιο να λαχταράει η καρδιά μου |
    • | το πάλεμα για το άμαχο έχε γεια για τη βαριάν ευκή σου! (για 'or'; Kazantz Od 13.1238) |
    • κυνηγά τη γαλιά· κι απ' τ' άλλα ψάρια | τ' άμαχα το σκαρμό κλ (Mammelis)
  • ③ incontestable, irrefutable (syn in αμάχητος):
    • άμαχα επιχειρήματα irrefutable arguments

[fr AG ἂμαχος, cpd w. μάχη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες