Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλμη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άλμη [álmi] η, (L)
  • ① sea water (syn αλμυρό νερό, θάλασσα, θαλασσινό νερό):
    • στα διηγήματα αυτά κυριαρχεί μια φιγούρα απλού θαλασσινού· μυρίζουν ~ αυτά τα κομμάτια (Melas) |
    • περιβόλια περιποιημένα, όπου το τριαντάφυλλο ανοίγει ρωμαλέο στο πείσμα της άλμης (id.) |
    • άνθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την ~, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες (Karyotakis) |
    • η ~ γινότανε πίκρα στα ξεραμένα χείλια της (Galanos) |
    • poem φόρεσαν πέπλα τους την ~ | κι ανεβαίνουν από τα νησιά του νότου (Decavalles)
  • ② solution of salt in water for pickling foodstuffs, brine (syn σαλαμούρα)
  • ③ strong saline solution used in refrigeration, brine:
    • ~ ψυκτικής μηχανής

[fr AG ἃλμη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες