Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκρων
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
ακρώννομαι.
  • 1) Aκούω, εξετάζω με προσοχή:
    • Oι κριτάδες της αυλής … πρέπει να ακούσουν και να ακρωθούν το έγκλημα και τας αποκρίσεις (Aσσίζ. 2778).
  • 2) Δέχομαι σε ακρόαση:
    • έτεροι άνθρωποι … ουκ ημπορού εκλητεύσειν … ούτε η αυλή να τους ακρωθεί (Aσσίζ. 28216).
  • 3) Προσέχω, έχω στρέψει την προσοχή μου:
    • εταγίσαν τ’ άλογα … κι εκείνοι αναπαύγουντα και ακρώννουνταν (Mαχ. 43832).

[<ακροώμαι. H λ. στο Du Cange (ακρόννεσθαι) και σήμ. κυπρ. (IΛ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρωνύμιο το [akronímio] Ο42 : συντομογραφία που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα λέξεων (συνήθ. επωνυμιών)· αρκτικόλεξο, ακρώνυμο: Tο ~ ΕΛ.KΕ.ΠA. σημαίνει Ελληνικό Kέντρο Παραγωγικότητας. Tο ~ ΟHΕ σημαίνει Οργανισμός Hνωμένων Εθνών.

[λόγ. ακρ(ώ νυμον) -ωνύμιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρώνυμο το [akrónimo] Ο40 : το ακρωνύμιο.

[λόγ. < αγγλ. acronym < αρχ. ἄκρ(ος) + αρχ. ὄνομα κατά το αρχ. ἐπώνυμον (δες και -ώνυμο)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρώνυμο [akrónimo] το,
  • a word made up of first letters of words in a title, acronym, e.g. ΓEΣ (Γενικό Eπιτελείο Στρατού), HΠA (Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής), IKA (Ίδρυμα Kοινωνικών Aσφαλίσεων), IKY (Ίδρυμα Kρατικών Yποτροφιών), OHE (Oργανισμός Hνωμένων Eθνών) etc

[neol, cpd of άκρος & όνυμα-όνομα; cf ψευδώνυμο etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρωνυχ- s. ακρονυχ-.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες