Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άζα
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αζάβωτος, -η, -ο [azávotos]
  • not curved, unbent

[cpd w. ζαβώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αζαλέα η [azaléa] Ο25 : καλλωπιστικό φυτό με πολύχρωμα άνθη.

[λόγ. < νλατ. azalea < αρχ. θηλ. του επιθ. ἀζαλέος `ξερός, στεγνός΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζαλέα [azaléa] η, (& αζαλιά) bot
  • azalea:
    • οι αζαλέες θυμίζουν τη μυριόμορφη κοιλάδα του Σαιν-Λώρενς με τους χρωματιστούς θησαυρούς των (Melas) |
    • οι ντόπιες άγριες αζαλέες (id.) |
    • poem κ' η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά | στην αζαλιά κλ (Elytis)

[fr NLat azalea ← AG ἀζαλέα, f of ἀζαλέος 'dry']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αζάλιστος -η -ο [azálistos] Ε5 : που δεν έχει ζαλιστεί ή που δε ζαλίζεται: Δυνατό κρασί· κανένας μας δεν έμεινε ~.

[α- 1 ζαλισ- (ζαλίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζάλιστος, -η, -ο [azálistos]
  • ① not feeling dizziness, not dizzy, not dazed (ant ζαλισμένος):
    • τους ζάλισε το δυνατό ούζο, αλλά αυτός έμεινε ~ |
    • σε θαλασσινό ταξίδι είναι ~
  • ② having not lost one's self-control, not confused (ant ζαλισμένος):
    • poem ~ ο Γαβριήλ στη ζάλη τέτοιου κρότου, μαζώνει αυτούς που γνώρισαν το μέγα μυστικό του (Markoras)

[cpd w. ζαλισ-(μένος): ζαλίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζάλωτος, -η, -ο [azálotos]
  • not carrying a load on one's shoulders (syn χωρίς ζαλιά, ant ζαλωμένος):
    • οι γυναίκες πάνε ζαλωμένες, οι άντρες αζάλωτοι

[cpd w. ζαλω-(μένος): ζαλώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αζάπης (I) ο.
  • 1) Tούρκος στρατιώτης του πεζικού, πιθ. γενίτσαρος:
    • Oι δε της αυλής του τυράννου αζάπηδες, οί και γενίτσαροι κέκληνται (Δούκ. 3631).
  • 2) (Πιθ.) πειρατής:
    • (Mαχ. 65430).

[<αραβ. ῾azab - τουρκ. ῾azap. H λ. στο Meursius (ιδες)]

[Λεξικό Κριαρά]
αζάπης (II), επίθ.
  • 1)
    • α) Δυστυχισμένος:
      • (Γεωργηλ., Θαν. 595
    • β) ταλαίπωρος, καημένος:
      • ’ς τούτη την παίδαν ήτονε κι ο Pώκριτος αζάπης (Eρωτόκρ. Γ´ 643).
  • 2) (Ως ουσ.) σύντροφος, φίλος:
    • δείχνει (ενν. ο πλούσιος) την αγάπην προς τον ταπεινόν αζάπην, ίνα δούλον να τον έχει (Kυπρ. ερωτ. 14711).

[πιθ. <αραβ. aδāb ή ῾azāb (Kαραποτόσογλου 1980: 341). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζάπης1 [azápis] ο, mediev hist
  • irregular Turkish infantryman or marine during the first centuries of Turkish establishment in Europe, also pirate

[fr MG αζάπης, which is fr Turk 'azap, 'id.' ← Arab 'azab 'bachelor']

[Λεξικό Γεωργακά]
αζάπης2 [azápis] m adj, region.
  • unmarried (syn άγαμος, ανύπαντρος):
    • είναι αζάπηδες |
    • poem εγώ είμαι ο πλανερός ~ | που στήνω βρόχια της αγάπης (Filyras).
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες