Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άδωνης [á∂onis] ο, (sp. also Άδωνις) gen Άδωνη, anc myth. & relig
- Adonis:
- ωραίος σαν ~ as handsome as a young Greek god |
- ο κοντός αυτός άνθρωπος ..., όταν μιλούσε, γινότανε ~ (Melas).
- Adonis:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδώρητος, -η, -ο [a∂óritos] (& αδώριστος)
- not given or not givable as a present:
- prov phr η γυναίκα και το ντουφέκι είναι αδώρητα κι αδάνειστα
[fr AG]
- not given or not givable as a present:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδωροδόκητα [a∂oro∂ócita] adv
- incorruptibly, honestly.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδωροδόκητος -η -ο [aδoroδókitos] Ε5 : που δε δωροδοκήθηκε ή δε δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται.
[λόγ. < αρχ. ἀδωροδόκητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδωροδόκητος, -η, -ο [a∂oro∂ócitos]
- not having received or not receiving bribes, unbribable, incorruptible, honest (syn in αδέκαστος 1)
[fr K ἀδωροδόκητος ← AG]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άδωρος -η -ο [áδoros] Ε5 : μόνο στη ΦΡ δώρο άδωρο, για κτ. που προσφέρεται ως δώρο, χάρη, ωφέλεια, αλλά στην πράξη είναι άχρηστο ή επιζήμιο: Οι συμβουλές του καταντούν δώρο άδωρο, μια και δε γίνεται να τις ακολουθήσουμε.
[λόγ. < αρχ. ἄδωρος, φρ. ἄδωρα δῶρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδωρος, -η, -ο [á∂oros] (L)
- useless, bad, of gifts, phr δώρον άδωρο a gift offered that is no gift; also pl δώρα άδωρα useless gifts:
- (τα υλικά αγαθά της Eυρώπης), γυμνά από το περίβλημα της αγωγής καθώς μένουν, γίνονται και κάποτε επιβλαβή δώρα άδωρα (Palaiologos)
[fr AG ἄδωρος & phr δῶρα ἄδωρα]
- useless, bad, of gifts, phr δώρον άδωρο a gift offered that is no gift; also pl δώρα άδωρα useless gifts: