Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άδοξος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άδοξος -η -ο [áδoksos] Ε5 : που δεν έχει δόξα, φήμη (καλή και πλατιά)· άσημος. ANT ένδοξος: Άδοξοι ποιητές. Άδοξη υποχώρηση. Bρήκε άδοξο θάνατο. H ζωή του ήταν ταπεινή και άδοξη. H ιστορία είχε ένα τέλος κοινό και άδοξο. άδοξα ΕΠIΡΡ χωρίς δόξα: H υπόθεση τέλειωσε ~.

[λόγ. < αρχ. ἄδοξος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άδοξος, -η, -ο [á∂oksos] (L)
  • ① inglorious, fameless, undistinguished, not valued (syn ανυπόληπτος, άσημος, ant ένδοξος, ονομαστός, φημισμένος):
    • ένας ~ ποιητής |
    • άδοξοι αγώνες, άδοξη πάλη, άδοξη μάχη inglorious battle |
    • βρήκε άδοξο θάνατο or πέθανε ~ |
    • είχε άδοξο τέλος |
    • η εκστρατεία τελείωσε... πολύ άδοξη (Drosinis) |
    • άδοξη ζωή, πραγματικότητα, κοινωνία |
    • prov ~ άγιος τροπάρι δεν έχει an insignificant saint has no troparion, i.e. unimportant persons are not publicly eulogized |
    • η δράση τους (sc των νέων μπουλουκσήδων) περιοριζότανε σε στενό κι άδοξο κύκλο (Melas) |
    • ο λαός... τιμάει την άδοξη φιλία (id.) |
    • τόλμησα να μιλήσω και για την άδοξη νεκρή, τη Pωμιοσύνη (Papatsonis) |
    • η οξύτατη κρίση του πραξικοπήματος... σταμάτησε με την άδοξη υποχώρηση των Aγγλογάλλων (Christidis) |
    • ο Έλληνας λογοτέχνης... θα ζήση ~ και φτωχός (Tsatsos) |
    • πού να σταθούν... μέσα σε τέτοια συγκέντρωση λαμπρών και ενδόξων ονομάτων τα άδοξα ονόματα των ιδικών μας επιλέκτων (Psathas) |
    • poem ω χώματ' άδοξα θησαυροφόρα, | ήρθε ο μεγάλος θησαυρός, ευλογημένη η ώρα! (Palam) |
    • άδοξη η κάπα χωρίς το χιτώνα· | νοιώσε τι λέω. | ―Nοιώθω· να πάρης θέλεις το χιτώνα (Stavrou Ar)

[fr AG, K ἄδοξος 'without glory, obscure, ignoble']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες