Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγχι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αγχίαλος [aŋ íalos] η,
  • city of E. Roumelia (now in Bulgaria).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγχίνοια η [anxínia] Ο27 : (λόγ. ) η οξύνοια. ANT βραδύνοια.

[λόγ. < αρχ. ἀγχίνοια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγχίνοια [aŋ ínia] η, (L)
  • quickness of perception, acumen, acuteness, keenness, sharpness of wit (syn οξύνοια, σπιρτάδα του μυαλού):
    • poem αλλά το μεν ο θείος καρπός των περιπολιών, | το δε η ~ των αιωνίων Aχαιών, | δημιούργησαν ευθύς τις αρμογές, κράσεις και μείξεις (Papatsonis)

[fr AG ἀγχίνοια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγχίνους -ους -ουν [anxínus] Ε12ε : (λόγ.) οξύνους. ANT βραδύνους. || (ως ουσ.). || (ψυχ.): ~ μνήμη, η ικανότητα του ατόμου να συγκρατεί παραστάσεις συνδέοντάς τες με άλλες παλαιότερες, με τις οποίες βρίσκει ομοιότητες.

[λόγ. < αρχ. ἀγχίνους]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγχίνους, -ους [aŋ ínus] (L) rare
  • of quick perception, keen, sharp-witted (syn οξύνους, σπιρτόζος)

[fr AG ἀγχίνους]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αγχίσης [aŋ ísis] ο, myth.
  • Anchises, hero of Troy, lover of Aphrodite, father of Aeneas.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγχιστεία η [anxistía] Ο25 : (νομ.) συγγένεια / συγγενής εξ αγχιστείας, για κάθε συγγένεια που δημιουργείται με το γάμο· (πρβ. συγγένεια / συγγενής εξ αίματος).

[λόγ. < αρχ. ἀγχιστεία `στενή συγγένεια εξ αίματος΄ σημδ. λατ. affinitas]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγχιστεία [aŋ istía] η, (L)
  • relationship by marriage, affinity (syn συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό):
    • συγγένεια εξ αγχιστείας affinity (Lat affinitas) |
    • συγγενής εξ αγχιστείας, e.g. είναι συγγενείς εξ αγχιστείας they are connected by marriage |
    • ευθεία γραμμή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας (Christidis)

[fr AG ἀγχιστεία 'close (blood) kinship', der of ἀγχιστεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
αγχιστής ο.
  • Συγγενής από γάμο, από συμπεθεριό:
    • ετίμα γαρ ως αγχιστάς τούτους και ως συμμάχους (Διγ. Z 3327).

[πιθ. <ουσ. αγχιστευτής με σύντμηση. H λ. τον 6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες