Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγεν
18 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγενεαλόγητος -η -ο [ajenealójitos] Ε5 : (λόγ.) που η καταγωγή ή η γενεαλογία του δεν είναι γνωστή. || (επέκτ.) που δεν έχει σημαντικούς προγόνους.

[λόγ. < ελνστ. ἀγενεαλόγητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγενεαλόγητος, -η, -ο [ayenealóyitos] (L)
  • of unknown genealogy, without genealogy
  • ⓐ of unimportant ancestry, not wellborn, common

[fr K]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγένεια η [ajénia] Ο27 : η έλλειψη καλών τρόπων στη συμπεριφορά, απρέπεια·. ANT ευγένεια: Aυτό που έκανες ήταν ασυγχώρητη ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγένεια `χαμηλή καταγωγή΄ σημδ. γαλλ. bassesse]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγένεια [ayénia] η, (L)
  • lack of good manners in social conduct, rudeness, incivility, impoliteness, uncourteousness, discourtesy (syn απρέπεια, χοντροκοπιά, χωριατιά, χωριατοσύνη):
    • είχε φερθή με κάποια ~ στον υποτελώνη (Drosinis)
  • ⓐ indelicate act, incivility:
    • μπορούν ν' ανταποδώσουν και ευγένειες και αγένειες |
    • είδα ένα ειρωνικό χαμόγελο γι' αυτή την αγένειά μου (Xenop)

[fr AG ἀγένεια 'lowly ancestry']

[Λεξικό Γεωργακά]
αγένειος, -ο [ayénios] adj
  • beardless, smooth-chinned, smooth-faced:
    • ~ νέος |
    • κεφάλι ενός αγένειου ανδρός (Karouzou) |
    • poem το λατρεμένο το παιδί, τ' αγένειο | παλληκάρι (Palam) |
    • το πρόσωπό του αγένειο | το μυστικό 'χει της νυχτιάς (id.) |
    • κ' έρχονται | οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας (Elytis)

[fr K ← AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγενής -ής -ές [ajenís] Ε10 : που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλών τρόπων. ANT ευγενής.

[λόγ. < αρχ. ἀγενής `ταπεινής καταγωγής΄ σημδ. γαλλ. ignoble]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγενής, -ής, -ές [ayenís] (L)
  • ① of humble ancestry, lowly:
    • διαχωρίζουνε την ένδοξη απ' την αγενή και λαϊκή καταγωγή (Vrettakos) |
    • εάν... έμεινες αδιάβροχος από το πνεύμα που εγκωμιάζεις, ~ και ανελεύθερος, πώς τολμάς να κάνης το δάσκαλο...; (Papanoutsos)
  • ② discourteous, mannerless, impolite, ungentle, uncivil, uncouth, rude, inurbane:
    • ~ άνθρωπος, δεν ξέρει (πώς) να φέρεται |
    • ~ συμπεριφορά, αγενείς τρόποι impolite behavior, rude conduct |
    • εφάνηκε αχάριστος και ~ |
    • τα πλούσια δώρα γίνονται φτωχά, όταν αυτός που τα προσφέρει αποδειχθή ~ (Vrettakos) |
    • τόσο οξύτερο... κρίνεται το μάτι του ιστορικού, όσο κατεβαίνει προς αγενέστερες περιοχές μέσα στον εσωτερικό βίο των ηρώων του (Dimaras)
  • ⓐ unkind:
    • ~ παρατήρηση unkind remark, brickbat

[fr K ← AG]

[Λεξικό Κριαρά]
αγενίζω.
  • Α´ (Aμτβ.) φέρομαι με απρέπεια:
    • αναγελούν … και αγενίζουν (ενν. οι πολιτικές) (Kατζ. Γ´ 315).
  • Β´ (Mτβ.) βρίζω:
    • εκίνησα τον Xάρο ν’ αγενίζω (Πικατ. 336).

[μτγν. αγεννίζω ή αγενίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγεννη, -ο [áyeni] adj
  • not having given birth, not (yet) delivered (syn αγέννητη B):
    • γυναίκα ~ |
    • ~ γίδα a goat that has not dropped, άγεννες προβατίνες |
    • άγεννα γελάδια.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγεννησιά [ayenisjá] η,
  • sterility (syn στειρότητα)

[fr K ἀγεννησία 'ingenerateness']

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες