Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγει
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
άγειρτος s. άγερτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγειρτος -η -ο [ájirtos] & άγερτος -η -ο [ájertos] Ε5 : που δεν έχει γείρει, δεν έχει λυγίσει προς τα κάτω, προς τη γη· αλύγιστος. ANT γειρμένος, γειρτός: Δεν έμειναν κλαδιά άγειρτα από τη θύελλα. Mόνο το καμπαναριό έμεινε άγειρτο από το σεισμό. || Άγερτο σούρουπο, για το παρατεταμένο της B. Θάλασσας.

[α- 1 γειρ-, γερ- (γέρνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγειτόνευτος, -η, -ο [ayitóneftos]
  • ① not neighboring, isolated (syn απομονωμένος):
    • αγειτόνευτο σπίτι, αγειτόνευτο χωριό
  • ② unsociable, of persons (syn ακοινώνητος, μονόχνοτος):
    • gnom απ' αγειτόνευτη γριά κι από κασίδη μακριά beware of people who are unsociable or sick w. a contagious disease.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες