Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγε
91 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άγειρτος s. άγερτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγειρτος -η -ο [ájirtos] & άγερτος -η -ο [ájertos] Ε5 : που δεν έχει γείρει, δεν έχει λυγίσει προς τα κάτω, προς τη γη· αλύγιστος. ANT γειρμένος, γειρτός: Δεν έμειναν κλαδιά άγειρτα από τη θύελλα. Mόνο το καμπαναριό έμεινε άγειρτο από το σεισμό. || Άγερτο σούρουπο, για το παρατεταμένο της B. Θάλασσας.

[α- 1 γειρ-, γερ- (γέρνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγειτόνευτος, -η, -ο [ayitóneftos]
  • ① not neighboring, isolated (syn απομονωμένος):
    • αγειτόνευτο σπίτι, αγειτόνευτο χωριό
  • ② unsociable, of persons (syn ακοινώνητος, μονόχνοτος):
    • gnom απ' αγειτόνευτη γριά κι από κασίδη μακριά beware of people who are unsociable or sick w. a contagious disease.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγελάδα η [ajeláδa] Ο26 : 1.μεγαλόσωμο μηρυκαστικό τετράποδο με κέρατα, το θηλυκό του βοδιού, που εκτρέφεται κυρίως για το κρέας και το γάλα του· (πρβ. ταύρος, μοσχάρι): Ένα κοπάδι αγελάδες έβοσκε στο χωράφι. Mαλτέζικη* ~. ΦΡ η εποχή / η περίοδος των ισχνών / παχιών αγελάδων, για περίοδο φτώχειας / πλούτου. 2. (μτφ., προφ.) παχύσαρκη και άσχημη γυναίκα. αγελαδίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. αγελάδα (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ή μσν. ἀγελάς, αιτ. -άδα (ενν. βοῦς ἡ: δες στο βόδι, φορβάς ἡ: δες στο φοράδα) `θηλυκό ζωντανό που ζει σε αγέλη και όχι σε στάβλο΄· αγελάδ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
αγελάδα η.
  • Aγελάδα:
    • (Πανώρ. Γ´ 397).

[θηλ. επίθ. αγελάς (βους) (Σχολ., L‑S Suppl., DGE) ως ουσ., από τον 11. αι. (LBG)· πβ. και Θαβώρης 1969: 87. H λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγελάδα [ayelá∂a] η, (& γελάδα)
  • ① cow:
    • κτηνοτροφία αγελάδων |
    • prov σαν τη γελάδα | με την καρδάρα, | μια κλωτσιά της δίνει | και τη χύνει he destroys a fine piece of work or establishment just completed |
    • εποχή των παχιών αγελάδων, εποχή των ισχνών αγελάδων (L) fat years, lean years |
    • poem και με μούγκρισμα η γελάδα | αποκριέται ερωτικά (Solom) |
    • και σέρνουν τα φοράδια τους και βόιδια και αγελάδες (Palam) |
    • αγαθά σκύψανε τα ζώα, μοσκάρια και αγελάδες (Elytis)
  • ② fig είναι ~ έγινε σαν ~ of a woman, she is ~, has become corpulent, an old cow:
    • τρώει σα γελάδα she is an excessive eater |
    • corpulent and sluggish woman
  • ③ person being exploited:
    • τον έχει ~ και τον αρμέγει he milks him
  • ④ synecd cowhide:
    • αυτό το δέρμα είναι ~ Aμερικής

[fr MG αγελάδα ← K ἀγελάς, this fr -άς βοῦς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγελαδάκι [ayela∂áci] το,
  • heifer (syn αγελαδίτσα, αγελαδούλι, δαμαλάκι) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγελαδάρης ο [ajelaδáris] Ο11 θηλ. αγελαδάρισσα [ajelaδárisa] Ο27 & γελαδάρης ο [jelaδáris] Ο11 θηλ. γελαδάρισσα [jelaδárisa] Ο27 : βοσκός αγελάδων.

[αγελάδ(α) -άρης· αγελαδάρ(ης) -ισσα· γελάδ(α) -άρης· γελα δάρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγελαδάρης [ayela∂áris] ο, (& γελαδάρης)
  • ① cowherd, cowboy (syn αγελαδοβοσκός):
    • βοηθός του γελαδάρη cowboy; herdboy |
    • folkt το παιδί το έστειλε έξω, σαν αγελαδάρη να πούμε (Megas) |
    • καμιά φορά πήγαινα στον αγελαδάρη περισσεμένες κονσέρβες (Lountemis) |
    • poem κ' οι αγελαδάρηδες που ακοίμητοι αγραυλούνε | μετράνε τ' άστρα (Xydis) |
    • ~ ήμουν, μια παλιοζωή θα πης (Kaftandzis)
  • ② zoo (cattle) egret, Bubulcus ibis.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγελαδήσιος, -α, -ο [ayela∂ísjos] (& γελαδήσιος)
  • of a cow, cow- (syn αγελαδινός):
    • αγελαδήσιες προβιές cowhides |
    • αγελαδήσιο τυρί cowmilk cheese |
    • αγελαδήσιο κρέας.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες