Παράλληλη αναζήτηση
139 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αβαβοέ η.
-
- Προκαταβολή:
- να του διπλάσει την αβαβοέ (Aσσίζ. 4525).
[<παλαιότ. γαλλ. *avant-voee]
- Προκαταβολή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαγιανός [avayanós] ο, (Lesbos & lit)
- lavender (syn λεβάντα, dial βαγιά):
- τα στολίζουνε (sc τα μοναστήρια) με μυρσίνες, με δάφνες και με αβαγιανούς (Kontoglou) |
- το χρυσό κουβούκλι του επιτάφιου, χωμένο στους αβαγιανούς και στις βιόλες (Myriv) |
- poem στ' αλήθεια ο άνεμος γονατίζει... | ν' αποθέση στα πόδια της Θεοτόκου ένα μάτσο από αβαγιανό και θυμάρι; (PKrinaios)
[fr *βαγιανός, der of βαγιά]
- lavender (syn λεβάντα, dial βαγιά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβαείο το [avaío] Ο39 : 1.μοναστήρι ρωμαιοκαθολικών που διοικείται από αβά. || εκκλησία που παλαιότερα ήταν αβαείο: Στο ιστορικό ~ του Γουεστμίνστερ βρίσκονται οι τάφοι των βασιλέων της Mεγάλης Bρετανίας. 2. η κατοικία του αβά, το ηγουμενείο των καθολικών.
[λόγ. αβά(ς) -είον κατά το ηγουμενείον μτφρδ. γαλλ. abbaye (δες στο αβάς)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαείο [avaíο] το, (& αββαείο)
- ① Catholic monastery, abbey (syn αβάτο):
- ο ηγούμενος του βασιλικού αβαείου του αγίου Διονυσίου (Kanellop)
- ② domicile of abbot (syn ηγουμενείο)
[fr *αββαείον, der of αββάς w. suff -είον, cf ηγουμενείον]
- ① Catholic monastery, abbey (syn αβάτο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβαθα1 [ávaθa] τα,
- shallow waters (syn αβαθή L, ρηχά):
- poem πλάι στο ρέμα, τα δενδράκια τα ξερά στρώνουν βουβή τη θλίψη τους στ' ~ κάτου (Malakasis)
- ① bottomless depths:
- μπήκε στ' ~της γης
[n pl of άβαθος]
- shallow waters (syn αβαθή L, ρηχά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβαθα2 [ávaθa] adv
- ① at a slight depth, shallowly (syn ανάβαθα, ρηχά):
- κιονόκρανα που έχουν ένα πυκνό φυτικό θέμα, ~ σκαλισμένο (MChatzidakis)
- ② not profoundly, superficially:
- (ο κριτικός) ~ και πρόχειρα ματιάζοντάς με... βρίσκει πως μέσα στο έργο μου φαίνεται πάρα πολύ το βιβλίο και όχι... το πρόσωπο (Palam) |
- (τα νιάτα) ξέρουν πόσο ~ είναι ριζοβολημένες μέσα στην ψυχή τους οι προθέσεις (Papanoutsos) |
- poem όσοι πορεύονται ~, κοπαδιαστά, και ζούνε | στην τύφλα (Palam).
- ① at a slight depth, shallowly (syn ανάβαθα, ρηχά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαθή [avaθí] τα, (L) naut & ocean.
- shallow waters, shallows (syn in άβαθα); phr επικίνδυνα ~ shelves; ocean overfalls and tide-tips
[n pl of αβαθής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβαθής -ής -ές [avaθís] Ε10 : που δεν έχει βάθος, άβαθος, ρηχός. ANT βαθύς: Tα αβαθή σημεία της θάλασσας. || (ως ουσ.) τα αβαθή, τα ρηχά.
[λόγ. < ελνστ. ἀβαθής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαθής, -ής, -ές [avaθís] (L)
- ① not deep, shallow (syn in άβαθος):
- αβαθείς λάκκοι σκαμμένοι στο βράχο shallow pits dug in the rock |
- δέντρο με αβαθείς ρίζες shallow-rooted tree
- ② not profound, superficial (syn επιπόλαιος):
- η ~ εκτέλεση του χορικού the shallow performance of the part |
- ένας ~ και περιορισμένος κατά πλάτος καθορισμός a determination shallow and restricted in breadth.
- ① not deep, shallow (syn in άβαθος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαθμολόγητα [avaθmolóyita] adv
- w. no grade given.