Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συριστικός -ή -ό [siristikós] Ε1 : που μοιάζει με σφύριγμα: ~ ήχος / φθόγγος. || (γραμμ.) συριστικά σύμφωνα, διαίρεση των συμφώνων ανάλογα με το μέρος της στοματικής κοιλότητας όπου σχηματίζονται, δηλαδή τα σ, ζ, τσ, τζ.
[λόγ. συρισ- (συρίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. sifflante ή αγγλ. sibilant (πρβ. αρχ. συριστική, ἡ `η τέχνη του αυλού΄)]