Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Συριστί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συριστικός -ή -ό [siristikós] Ε1 : που μοιάζει με σφύριγμα: ~ ήχος / φθόγγος. || (γραμμ.) συριστικά σύμφωνα, διαίρεση των συμφώνων ανάλογα με το μέρος της στοματικής κοιλότητας όπου σχηματίζονται, δηλαδή τα σ, ζ, τσ, τζ.

[λόγ. συρισ- (συρίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. sifflante ή αγγλ. sibilant (πρβ. αρχ. συριστική, ἡ `η τέχνη του αυλού΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες