Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θράκιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Θρακιός ο.
  • Αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, Θρακιώτης·
    • (εδώ ως επίθ.):
      • οι γυναίκες οι Θρακιές (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [444]).

[<εθν. *Θρακαίος <τοπων. Θράκη + κατάλ. αίος (με συνίζ.) ή <αρχ. εθν. Θράκιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες