Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γιγαντώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γιγαντώδης, επίθ.
  • Που είναι όμοιος με γίγαντα, υπερβολικά μεγαλόσωμος ή δυνατός:
    • (Ψευδο-Σφρ. 42628).

[μτγν. επίθ. γιγαντώδης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες