Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γίγας
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γίγας ο· γίγαντας.
  • Υπερβολικά μεγαλόσωμο ή δυνατό και γενναίο άτομο:
    • (Ροδολ. Α´ 226), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2854).

[αρχ. ουσ. γίγας. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες