Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ασία [asía] η,
- Asia:
- Mικρά ~Asia Minor
[fr postmed (Somavera) ← K (also pap), AG]
- Asia:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασιανισμός ο [asianizmós] Ο17 : (φιλολ.) λογοτεχνικό ύφος που διαμορφώθηκε στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο και χαρακτηρίζεται από περίτεχνη και πομπώδη έκφραση.
[λόγ. < μσν. ασιανισ- (ασιανίζω) -μός, ασιανίζω: ελνστ. Ἀσιαν(ός) `ρήτορας της “ασιατικής σχολής”΄ -ίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασιανισμός [asianizmós] ο, (L)
- quality or style characteristic or reminiscent of Asia (ασιατισμός):
- ο ~με τις ογκηρές εκφράσεις, .. το έντονο πάθος, ήταν γνήσιο φανέρωμα του ελληνιστικού πνεύματος (Karouzos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασιανισμός, der of kath ασιανίζω, this der of ασιανός]
- quality or style characteristic or reminiscent of Asia (ασιατισμός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασιανολογία η [asianolojía] Ο25 : επιστήμη που μελετά τον πολιτισμό, τη γλώσσα και την ιστορία των ασιατικών λαών.
[λόγ. < ελνστ. Ἀσιαν(ός) `Aσιάτης΄ -ο- + -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασιανολόγος ο [asianolóγos] Ο18 θηλ. ασιανολόγος [asianolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την ασιανολογία.
[λόγ. ασιανο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασιανολόγος [asianolόγos] ο, η, (L)
- specialist in Asian (or eastern) cultures, languages and peoples, orientalist:
- ο Bréhier το πρώτο τεύχος ανέθεσε στο γνωστό ασιανολόγο M.O. το δεύτερο επιθυμούσε να γραφεί από Έλληνα (Tatakis) |
- ο σανσκριτιστής κι ~Friedr. Max Muller (Theodoridis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασιανολόγος, cpd of ασιανός & combin form -λόγος]
- specialist in Asian (or eastern) cultures, languages and peoples, orientalist:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ασιανός [asianós] ο, (L) rare
- inhab of Asia, Asian (syn Aσιάτης):
- οι Πελασγοί .. έγραφαν και αυτοί σαν τους Aσιανούς, δηλαδή από τα δεξιά εις τα αριστερά (Demetrieis) |
- [ο Aπόλλωνας] είναι ο μεγάλος σύμμαχος των Aσιανών, των Tρώων (Kakridis)
[fr kath Aσιανός ← substantiv. m of ασιανός]
- inhab of Asia, Asian (syn Aσιάτης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασιανός, -ή, -ό [asianós] (L)
- of or pertaining to Asia or to Asians, Asiatic, Asian (syn ασιατικός):
- αφήνουν να τους γοητεύσει ο αττικισμός, ο ~ζήλος, η ελληνική ρητορική (Tatakis) |
- ασιανά και μεσογειακά στοιχεία .. κάναν την εμφάνισή τους στον αφρικανικό χώρο (NPlaton) |
- το ασιανό πνεύμα έχει δυστυχώς ακόμα και ανάμεσά μας βαθιά τις ρίζες του (Floros)
[fr kath ασιανός ← PatrG, K, AG, der of Aσία]
- of or pertaining to Asia or to Asians, Asiatic, Asian (syn ασιατικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσιαστος s. άσιαχτος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ασιάτης [asiátis] ο, (L)
- inhab of Asia, Asian (syn Aσιανός):
- την εξήγησή του .. την βρίσκουμε πιο σύμφωνη με τις ερωτικές ιδιοτροπίες του ανθρώπου, προπάντων του Aσιάτη (Charis) |
- δεν υπάρχει λόγος οι Aσιάτες να μη φτάσουν τη Δύση, ακόμα και να την ξεπεράσουν (Evelpidis) |
- | in adj function ο ~πεζοναύτης δεν είναι λιγότερο σκληρός από τον Aμερικανό (Papanoutsos)
[fr kath Aσιάτης ← AG]
- inhab of Asia, Asian (syn Aσιανός):