Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολλωνιακός, -ή, -ό [apoloniakós] (L)
- characterized by harmony, order, balance or restraint, apollonian, apollonic (syn απολλώνιος 2, ant διονυσιακός):
- απολλωνιακή έμπνευση, ψυχή |
- απολλωνιακό στοιχείο |
- στην τρίτη στροφή (sc του ποιήματος) εκφράζεται η απολλωνιακή διάθεση (Palam) |
- τον Πλάτωνα τον κατέτασσεν ο Nίτσε στους καθαρά απολλωνιακούς τύπους (Georgoulis)
[fr kath απολλωνιακός ← MG (5th c.), LK (also pap)]
- characterized by harmony, order, balance or restraint, apollonian, apollonic (syn απολλώνιος 2, ant διονυσιακός):