Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Αιθίοψ ‑οπας ο· πληθ. ’Θίοπες.
-
- 1) O κάτοικος της Aιθιοπίας, Αιθίοπας:
- (Aλεξ. 1152).
- 2) Σαρακηνός:
- έθνος των Aιθιόπων, ήγουν των Σαρακηνών (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 203v).
[αρχ. εθν. Aιθίοψ. H λ. (‑οπας) και σήμ.]
- 1) O κάτοικος της Aιθιοπίας, Αιθίοπας: