Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ῥώμη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρώμη η [rómi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : σωματική δύναμη, ευρωστία, ακμή. || (μτφ.): Ψυχική ~, (ψυχικό) σθένος, ακμαίο φρόνημα.

[λόγ. < αρχ. ῥώμη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες