Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ῥιζάγρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζάγρα η [rizáγra] Ο25α : (ιατρ.) οδοντιατρικό εργαλείο για την εξαγωγή των ριζών των δοντιών.

[λόγ. < ελνστ. ῥιζάγρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες