Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὡσάν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωσάν [osán] επίρρ. : (λόγ., ειρ.) σε θέση πρόθεσης, δηλώνει παρομοίωση: Kαι τώρα εγώ, ~ βλάκας, πρέπει να τρέχω πάλι στην εφορία.

[λόγ. < ελνστ. ὡσάν < αρχ. φρ. ὡς ἄν `έτσι που, για να΄ (σύγκρ. σαν)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωσαννά [osaná] επιφ. : (εκκλ.) για να υμνηθεί ο Θεός: ~ ο εν τοις υψίστοις, «Δόξα ο εν τοις υψίστοις». || ύμνοι που αρχίζουν με το “ωσαννά”, που δοξάζουν το μεγαλείο του Θεού.

[λόγ. < ελνστ. ὡσαννά < εβρ. hōshīāh nnā `σώσε τώρα, δεόμαστε΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες