Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὡραΐζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωραΐζω [oraízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) εξωραΐζω.

[λόγ. < ελνστ. ὡραΐζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες