Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὠτακουστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωτακουστής ο [otakustís] Ο7 : (συνήθ. ειρ.) αυτός που ακούει κρυφά τι συζητούν κάποιοι, που κρυφακούει.

[λόγ. < αρχ. ὠτακουστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες