Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπόκειμαι [ipókime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. υποκείμενος : (λόγ.) βρίσκομαι κάτω από ένα καθεστώς ελέγχου, κριτικής κτλ.: Tο κατάστημα υπόκειται σε αγορανομικό έλεγχο. Εισοδήματα υποκείμενα σε φορολογία. || είμαι εκτεθειμένος σε κτ. κακό: Kάθε άνθρωπος υπόκειται σε ατυχήματα.
[λόγ. < αρχ. ὑπόκειμαι]