Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὑβρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υβρίζω [ivrízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) βρίζω.

[λόγ. < αρχ. ὑβρίζω `κακομεταχειρίζομαι, προσβάλλω΄ σημδ. του λαϊκού βρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες