Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὄφις
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όφις ο [ófis] Ο γεν. και όφεως : (λόγ.) το φίδι. (έκφρ.) ο ~ με ηπάτησε, για αποποίηση ευθυνών.

[λόγ. < αρχ. ὄφις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφίς το [ofís] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) στενός και συνήθ. μακρύς διάδρομος που οδηγεί στα διάφορα δωμάτια ενός διαμερίσματος.

[λόγ. < γαλλ. office]

[Λεξικό Κριαρά]
όφις, ο· ονομ. πληθ. όφεοι· γεν. πληθ. όφιων.
  • 1) Φίδι:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 92), (Αγαπ., Γεωπον. 157).
  • 2) Τερατώδες ερπετό:
    • (Καλλίμ. 189), (Διγ. Esc. 1111).
  • 3) Χάλκινο ομοίωμα φιδιού ως σύμβολο του Χριστού (πβ. και όφης 3):
    • έκαμεν (ενν. ο Μωυσής) ένα όφιν χαλκωματένιον … ο μεν χαλκούς όφις εσήμαινε τον Χριστόν (Νεκτάρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 61).
  • 4) Το φίδι του παραδείσου ως όργανο του διαβόλου:
    • η Εύα του διαβόλου … εντρόπιασε τον άνδρα της με του όφεως τον δόλον (Συναξ. γυν. 36).
  • Φρ. Τρέφω όφιν εν κόλποις = προκ. για περίθαλψη αγνώμονα:
    • (Δούκ. 16726).

[αρχ. ουσ. όφις. Η ονομ. πληθ. όφεοι με επίδρ. της γεν. όφεων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες