Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομού [omú] επίρρ. : (λόγ.) μαζί.
[λόγ. < αρχ. ὁμοῦ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομού, επίρρ.· 'μου.
-
— Βλ. και ενομού.
- 1) (Τοπ.) μαζί, στον ίδιο τόπο:
- (Διγ. Gr. 753), (Βέλθ. 565).
- 2) (Τροπ.) μαζί, από κοινού:
- (Χρον. Τόκκων 582)·
- Εσείς ομού οι δώδεκα χυθείτε εις το φουσσάτον (Αχιλλ. (Smith) N 588).
- 3) (Προκ. για προσέγγιση) μεταξύ:
- συνεφιλιώθησαν ομού τα δύο μέρη (Διήγ. παιδ. 91).
- 4) (Χρον.)
- α) συγχρόνως:
- ομού τους εχαιρέτισεν (ενν. τον ρήγαν και την ρήγαιναν) καθώς ήσαν οι δύο (Χρον. Μορ. H 256)·
- β) αμέσως:
- πέθανεν ο βασιλεύς ο γέρων, εγένοντο διάδοχοι ομού οι κληρονόμοι (Απολλών. 845).
- α) συγχρόνως:
- 5) (Με τις προθ. με, μετά + αιτιατ.) μαζί:
- (Θησ. Πρόλ. 219)·
- ομού μετ’ άλλες συντροφιές ήθελα να γυρίζω (Σαχλ., Αφήγ. 46).
- 6) (Ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ουσ. ή μτχ. που συνδέονται με τα και ή τε και:
- (Λίβ. P 2447)·
- γελών ομού και παίζων (Πρόδρ. I 15)·
- άνδρες, γυναίκες, γέροντες ομού τε και παιδία (Λίβ. N 1023).
[αρχ. επίρρ. ομού. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) (Τοπ.) μαζί, στον ίδιο τόπο: