Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὁλάργυρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολάργυρος, επίθ.· ολαργυρός.
  • 1)
    • α) Κατασκευασμένος όλος από ασήμι:
      • θυμιατόν ολάργυρο (Πανώρ. Δ́ 266· Διγ. Esc. 1652
    • β) που έχει σ’ όλη την επιφάνειά του κοσμήματα ή επίστρωμα από ασήμι, αργυροποίκιλτος, επάργυρος:
      • σκριτόριο … ολάργυρο (Ερωτόκρ. Ά 1423
    • γ) (προκ. για ύφασμα) φτιαγμένος ή κεντημένος με ασημένια κλωστή:
      • (Θησ. Β́ [197]), (Ριμ. κόρ. 719).
  • 2) (Μεταφ. προκ. για μέλος του σώματος) που έχει το χρώμα του ασημιού, ολόλευκο:
    • στήθη ολάργυρα (Πανώρ. Ά 82).

[μτγν. επίθ. ολάργυρος. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες