Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀψία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
όψια, επίρρ.
  • Έκφρ. όψια της γης =
    • (α) στην επιφάνεια της γης (πβ. όψις 4α):
      • τα νέφη να ρίκτουν τα νερά, όψια της γης να βρέχουν (Πικατ. 412
    • (β) καταγής:
      • τόσα οπού κουράστηκα, όψια της γης καθίζω (αυτ. 46).

[<ουσ. όψη αναλογ. με επίρρ. σε –α. H έκφρ. όψ(ι)α (ή όψη) τση γης προκ. για πλήρη καταστροφή οικίας, δένδρων, κ.ά. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οψιανός ο [opsianós] & οψιδιανός ο [opsiδianós] Ο17 : (ορυκτ.) ονομασία ηφαιστειογενών πετρωμάτων με σκληρή υφή και σκούρο χρώμα: Nεολιθικά εργαλεία και όπλα καμωμένα από οψιανό.

[λόγ. < ελνστ. ὀψιανός λίθος < λατ. obsianus· λόγ. < γαλλ. obsidian(e) -ός < λατ. obsidianus παραλλαγή της λ. obsianus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες