Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀχέτιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οχέτιον το.
  • Μικρός οχετός, αγωγός νερού·
    • (μεταφ.):
      • Αν γαρ χαράς οχέτιον, … ενστάζουσι (ενν. οι λόγοι) προς την ψυχήν, … (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 848).

[μτγν. ουσ. οχέτιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες