Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀφρύς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οφρύς η.
  • 1) Φρύδι:
    • (Γλυκά, Στ. 456).
  • 2) (Μεταφ.) έπαρση, αλαζονεία:
    • εύρει σε (ενν. κάτη) σκύλος κυνηγός … να τινάξει την γούναν σου, να κόψει την οφρύν σου (Διήγ. παιδ. 177
    • φρ. διασπώ τας οφρύς = φέρομαι υπεροπτικά:
      • (Σπαν. (Μαυρ.) P 416).

[αρχ. ουσ. οφρύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες