Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀρυμαγδός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορυμαγδός ο [orimaγδós] Ο17 : σύνολο από δυνατούς θορύβους που προέρχονται από πολλές και ποικίλες πηγές, αιτίες: Ο ~ της μάχης / της θύελλας / του χειμάρρου.

[λόγ. < αρχ. ὀρυμαγδός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες