Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀξύς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
οξύς, επίθ.· ουδ. οξέον· πληθ. ουδ. οξεία· οξιά.
  • 1)
    • α) Που απολήγει σε μυτερό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός (κυρίως για αντικείμενα από μέταλλο ή και άλλο υλικό):
      • (Ιερακοσ. 34518), (Αξαγ., Κάρολ. Έ 386
    • β) (προκ. για σπαθί) κοφτερός:
      • (Φλώρ. 530
    • γ) (προκ. για κλίση δρόμου) απότομος, απόκρημνος:
      • επίασεν οξύν ανήφορον και επεριεπάτει (Σπανός A 206
      • (σε παροιμ.):
        • τούτο το ανάβα το γοργόν έχει και οξύν κατάβαν (Γλυκά, Στ. 363).
  • 2)
    • α) Σε μεγάλο βαθμό, έντονος:
      • ορών αυτού το πανούργον ο ηγεμών οξύ … (Δούκ. 2619
    • β) (προκ. για άνεμο) ισχυρός, σφοδρός, δυνατός:
      • Το μεθόπωρον ανεμώδες και οι άνεμοι οξείς (Ωροσκ. 4123
    • γ) (προκ. για μυρωδιά) έντονη, δυνατή:
      • (Ροδινός 116
    • δ) (προκ. για χρώμα) βαθυπόρφυρος· μοβ:
      • Να εβγάλεις από σκαρλάτο ή οξύ μελάνι (Ιατροσ. κώδ. φξγ́· Διήγ. παιδ. 486).
  • 3) (Μεταφ.) που αντιλαμβάνεται γρήγορα, ευφυής, έξυπνος:
    • (Καλλίμ. 191), (Ροδινός 163), (Διγ. A 1387).
  • 4) (Προκ. για κίνηση) γρήγορος, ταχύς·
    • (εδώ μεταφ. προκ. για το λόγο):
      • τον λόγον τον ταχύδρομον (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 62).
  • 5) (Προκ. για χρόνο) σύντομος:
    • (Ερμον. Ι 273).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ύφασμα πορφυρού χρώματος:
    • δύο κομματία παννίν κοττένον σκαρλάτον, … οξύν φίνον (Μαχ. 22432).

[αρχ. επίθ. οξύς. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξύς -εία -ύ [oksís] Ε7α : I. που καταλήγει σε αιχμή· αιχμηρός, μυτερός: Bελόνα με πολύ οξύ άκρο. || (μαθημ.): Οξεία γωνία, που είναι μικρότερη από την ορθή. II. (μτφ.) 1. (για ήχο) που έχει υψηλή συχνότητα: Οξεία κραυγή, διαπεραστική. 2. (ιδ. για τις πνευματικές λειτουργίες ή τις αισθήσεις) που λειτουργεί έτσι ώστε να μην του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, να είναι πολύ αποτελεσματικός: Οξεία όραση / όσφρηση / ακοή. Οξεία αντίληψη / παρατηρητικότητα. || Οξύ βλέμμα. 3. (ιδ. για κτ. ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο) πολύ έντονος: ~ πόνος, πολύ δυνατός. Οξεία πολεμική / αποδοκιμασία / πολιτική κρίση. H χώρα αντιμετωπίζει οξύτατο οικονομικό πρόβλημα. α. που είναι επιθετικός, υβριστικός ή μειωτικός για κπ.: ~ χαρακτηρισμός. Mιλάει σε τόνο οξύτερο από κάθε άλλη φορά. β. (για αρρώστια) που εξελίσσεται και επιδεινώνεται γρήγορα. ANT χρόνιος: Οξεία βρογχίτιδα / μηνιγγίτιδα / περιτονίτιδα.

[λόγ. < αρχ. ὀξύς `οξύς, μυτερός, με έντονη γεύση, ξινός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες