Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀξύα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
οξύα η, (Θησ. ΙΆ [226]).

[αρχ. ουσ. οξύα. Τ. οξά και οξέ σήμ. κρητ. Τ. οξέα τον 4. αι. και σήμ. ιδιωμ. Τ. οξιά στο Somav. (λ. οξυά) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξύαυλος ο [oksíavlos] Ο19 : το όμποε.

[λόγ. οξύ(ς) + αυλ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. hautbois (σύγκρ. όμποε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες