Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀξάλμη
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οξάλμη η.
  • Μείγμα αλατιού και ξυδιού:
    • (Ροδινός 229).

[αρχ. ουσ. οξάλμη. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες